- ἀνείλκυσα
- ἀνέλκωdraw upaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανελκύω — (Μ ἀνελκύω) 1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω 2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω). ΠΑΡ. ανέλκυση ( ις), νεοελλ. ανελκυστήρας ( τήρ)] … Dictionary of Greek